Στα χρόνια που ο άνθρωπος πίστευε πως η γη αγκαλιάζει τον ουρανό, και ο ήλιος ξεκουράζεται στα σπλάχνα της όταν δύει, ζούσε ένας μάγος ονόματι Necat. Ο μάγος αυτός ήταν σύμβουλος και πιστός του σουλτάνου. Εκείνος που άκουγε που μάθαινε και σιωπούσε πρώτος. Λόγο είχε, μόνο όμως όταν ο σουλτάνος το ζητούσε.
Εκείνο το πρωί με παγωμένα τα χείλη του από την υγρασία της Ανατολής ο μάγος ξύπνησε στο Ιερό μπουντρούμι του παλατιού.. Για την ακρίβεια σε ένα από τα μπουντρούμια. Τι παράξενο πράγμα ακόμη και τα κελιά των ακόλουθων του Σουλτάνου ήταν χρυσοποίκιλτα, λες και τα κέντησε με μιας ο Μήδας. Η αυλή του Σουλτάνου δεν σταμάταγε να φωτίζεται ολημερίς από ήλιο και να ξεραίνει τα πάντα. Εκτός από… τα νυχτολούλουδα, που παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Όταν ο ήλιος αποσύρονταν το φεγγάρι τραγούδαγε στα νυχτολούλουδα έναν ρυθμό μαγικό κι εκείνα πλανεμένα άνοιγαν για να ακούσουν το κάλεσμα. Αυτό νύχτες το παρατηρούσε ο Νεκάτ.
Την ίδια μέρα στο μπουντρούμι του, έφτασε μια κοπέλα με τεράστια αμυγδαλωτά μάτια, το χρώμα τους ήταν σμαραγδένιο. Το σώμα της είχε το χρώμα του μοσχοκάρυδου και ο αφαλός της ήταν στολισμένος με ένα υπέροχο κόσμημα στο χρώμα του χαλκού και κρέμονταν ένα τόσο δα μικρό ρουμπίνι, από τον κυκλική πορεία του κοσμήματος έλειπαν μερικές πετρούλες. Η ανήσυχη χανούμισσα παρά τα μετάξια και τα κοσμήματα τα τραγούδια και τους χορούς κάτι της έλειπε. Έκλεισε την πόρτα και μερικά από τα κεριά που έστεκαν έσβησαν με τον αέρα. Το βλέμμα της σιωπηλά έριξε κλεφτές ματιές. Σήκωσε το αδύνατο χέρι της και έλυσε την μπούρκα που κάλυπτε το στόμα την μύτη και τους ώμους της. Κάτι που αυστηρά απαγορεύονταν.
-Σε παρακαλώ, έχω ακούσει πως η δύναμη σου είναι μεγάλη. Είπε η χανούμισσα στον μάγο. Έκανα μια συμφωνία με τον πασά του κάτω παλατιού, γιατί έσωσα τον μοναδικό του ανάδοχο στο ποτάμι, αν έρθει κάποιος να με ζητήσει σε γάμο μέσα στα επόμενα τρία φεγγάρια θα με αφήσει ελεύθερη. Από το χωριό έχω φύγει χρόνια, κανείς δεν με θυμάται. Κάνε κάτι.
-Θα πάρεις τούτο το φοινίκι, και τούτο το φτερό πάρε από την λάσπη του βρεγμένου νυχτολούλουδου και θα γράψεις πάνω στο χαρτί «Σεν α σετ α γιέμ» ثلاثة أيام
θα το τυλίξεις γύρω από ένα νυχτολούλουδο πριν να δύσει ο ήλιος. Εκείνο από τον καημό που δεν μπορεί να δει και να ακούσει την κυρά θα σου εκπληρώσει κάθε σου ευχή αρκεί κάθε βράδυ, να του λές αυτό που ποθείς. Πρόσεξε όμως θα πρέπει να λύσεις τον ανθό σαν σου κάνει το χατηρι.
Έτσι λοιπόν η κοπέλα κάθε βράδυ για τρείς νυχτιές έκανε το ίδιο πράμα. Την Τρίτη νύχτα μάλιστα ανέβηκε στην πιο ψηλή οροφή των κελιών και παρατηρούσε την απέραντη άμμο της ερημιάς να κάνει τα χατίρια του ανέμου. Ως που κάτι διέκοψε την απελπισία της. Τρείς καβαλάρηδες φάνηκαν από το πουθενά. Ο ένας φαίνονταν ξεκάθαρα με μαύρη κουκούλα ηγέτευε ένα άλογο γκρι που στην σκοτείνια, ένα παράξενο πράγμα, σαν να ασήμιζε το τρίχωμα του, πίσω του σε ένα μαύρο άλογο με κόκκινη αμφίεση ένας πιο αδύνατος που τον ακολουθούσε ο φύλακας της πύλης πάνω σ’ ένα γέρικο ψοφίμι. Το ίδιο βράδυ φώναξαν την κοπέλα στο σουλταν εγκέρ. Εκείνος με το κόκκινο ήταν ο αδερφός της, ο μεγάλος, η χανούμισσα ήταν 19 ετών και αφού ο πατέρας της δεν ζούσε ο νόμος επέτρεπε στην χανούμισσα την ελευθερία της και τον γάμο της. Ο πασάς και ο σουλτάνος τήρησαν την υπόσχεση τους. Η κοπέλα ήξερε ότι δεν είναι σύμπτωση αλλά δεν μίλησε το μόνο που έκανε ήταν να ζητήσει λίγο χρόνο. Γύρισε πίσω όχι για να πάρει πράγματα μήδε να χαιρετήσει. Αλλά για να λύσει τον ανθό. Όλα αυτά το Νέκατ τα παρακολούθησε αν και ήταν σίγουρος.
(dragonbloodgreekforum)
0 Comments