Στα παλιά βιβλία των μαγισσών υπάρχουν συνταγές και τελετουργικά για καθετί που μπορεί να απασχολεί έναν άνθρωπο και αυτό δεν είναι πάντα θετικό. Τα συναισθήματα ποικίλουν και πολλές φορές δεν είναι θετικά. Ανάμεσά τους και η εκδίκηση, που τη γέννησε η απιστία, η προδοσία, η φυγή. Συναίσθημα που πηγάζει από τον πληγωμένο εγωισμό και την πικρία της απόρριψης και ζητεί απεγνωσμένα να ικανοποιηθεί. Αυτό το ήξεραν καλά οι παλιές σοφές γερόντισσες που κατείχαν την τέχνη της μαγείας.
Ετσι λοιπόν, είχαν δημιουργήσει ένα ξόρκι για να μπορούν οι αδικημένες να πάρουν το αίμα τους πίσω. Σαν στόχο το ξόρκι αυτό είχε να δημιουργήσει καυγάδες στον πρώην σύντροφο με την καινούργια αγαπημένη του, οι οποίοι αργά και σταθερά θα τους οδηγούσαν και αυτούς στον χωρισμό, και όχι τόσο για να τον πάρουν πίσω, γιατί τις περισσότερες φορές δεν τον ήθελαν πια, αλλά για να αισθανθούν καλύτερα οι ίδιες μετά την εγκατάλειψή τους από το συγκεκριμένο άτομο.
Τα υλικά ήταν τα έξής:
1. δύο μαύρα κεριά,
2. λιβάνι - καρβουνάκι,
3. ένα μαύρο μεταξωτό ύφασμα,
4. τη ραχοκοκαλιά από ένα ψάρι.
Έπαιρναν ένα ψάρι αρκετά μεγάλο και το έβραζαν. Του έβγαζαν με προσοχή τη σάρκα έτσι ώστε να μείνει το κεντρικό κόκαλο χωρίς να σπάσει και με το κεφάλι. Πάνω στο ψαροκόκαλο έγραφαν τρεις φορές το όνομά του και το όνομα της μάνας του. Σε χάσιμο Σελήνης και ώρα Αρη (02.00 π.μ.) και για τρία βράδια ξάστριζαν τα υλικά τους λέγοντας:
«Ο Θεός ο φοβερός, ο Θεός ο αδιήγητος, ο Θεός ο αθεώρητος, ον είδεν ουδείς των ανθρώπων ουδέ ειδείν δύναται, ον οι άβυσσοι ιδόντες έφριξαν και οι ζώντες απενεκρώθησαν. Χαρίτωσαν ημάς ίνα δυνηθώμεν υποτάξαι τον Αρεα τον πλανήτην. Οκίζω σε, Αρη πύρινε, εις τον Θεόν τον κτίσαντα τας νοεράς ουσίας και πάσαν την πύρινη στρατιάν. Ορκίζω σε εις τας ενεργείας σου και εις την οδοιπορίαν σου και εις την λάμψιν σου και εις τα ονόματα ταύτα: ΟΥΤΑΤ, ΝΟΥΗΤ, ΧΟΡΗΖΗ, ΤΙΝΙΑΗ, ΔΕΨΛΙ, ΑΜΠΙΡΑ, ΝΟΛΙΕΜ, ΣΙΑΤ, ΑΔΙΧΑΗΛ, ΤΖΑΝΑΣ, ΠΛΗΟΥΜ, ίνα μοι δώσεις την χάριν σου διά ταύτην την δουλείαν».
Την τέταρτη νύχτα και πάντα σε ώρα Αφροδίτης (04.00 π.μ.), αφού έστρωναν το μαύρο πανί, τοποθετούσαν στις δύο πάνω γωνίες τα μαύρα κεριά και τα άναβαν, στη μέση το θυμιατό και το άναβαν και μπροστά τους το ψαροκόκαλο λέγοντας:
ΚΕΡΙ ΚΕΡΙ
ΘΥΜΙΑΤΟ
ΨΑΡΟΚΟΚΑΛΟ
«Ομορφη Αφροδίτη, κοίταξε αυτήν την ώρα προς εμένα. Πάρε τον τάδε, γέννημα της τάδε από την αγκαλιά όποιας κι αν είναι και βάλε ανάμεσά τους την έχθρα και τον θυμό. Οπως ο Ηλιος χωρίζεται από την μέρα όταν έρθει η νύχτα, όπως η θάλασσα χωρίζεται από τη στεριά και επιστρέφει σε αυτήν με τρομερές πλημμύρες, όπως η νύχτα και η μέρα δεν συναντιόνται ποτέ, έτσι και ο τάδε, γέννημα της τάδε να μην ξανασυναντηθεί ποτέ πια με αυτήν που βρίσκεται τώρα όποια κι αν είναι. Ω γλυκιά Αφροδίτη, γίνε το όπλο στη δυστυχία μου και είθε η εκδίκησή μου να γίνει από σένα».
Μετά, άφηναν τα κεριά να λιώσουν και αφού τύλιγαν τα υπολείμματα από τα κεριά, τη στάχτη από το θυμίαμα και το ψαροκόκαλο στο μαύρο πανί, πήγαιναν και τα έθαβαν σε κάποιο μέρος κοντά στο σπίτι του πρώην αγαπημένου τους.
0 Comments